σβουρίζω

σβουρίζω
Ν [σβούρα]
1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα
2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («τού σβούριξε μία και τού 'φυγαν τα γυαλιά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σβουρίζω — αμτβ., γυρίζω σαν σβούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβούρισμα — το, Ν [σβουρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβουρίζω …   Dictionary of Greek

  • σβουριχτός — ή, ό, Ν [σβουρίζω] 1. περιστρεφόμενος 2. μτφ. γρήγορος και δυνατός 3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτή δυνατό χαστούκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”